χοροιτυπία — και επικ. τ. χοροιτυπίη, ἡ, Α [χοροίτυπος] είδος χορού κατά τον οποίο ο χορευτής χτυπούσε δυνατά τα πόδια του στο έδαφος … Dictionary of Greek
χοροιτυπίας — χοροιτυπίᾱς , χοροιτυπία choral dancing fem acc pl χοροιτυπίᾱς , χοροιτυπία choral dancing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροιτυπίαι — χοροιτυπία choral dancing fem nom/voc pl χοροιτυπίᾱͅ , χοροιτυπία choral dancing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροιτυπίαις — χοροιτυπία choral dancing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροιτυπίην — χοροιτυπία choral dancing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροιτυπίης — χοροιτυπία choral dancing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροιτυπίῃσιν — χοροιτυπία choral dancing fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροκτυπία — ἡ, Α πιθ. χοροιτυπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κτυπῶ] … Dictionary of Greek